- κριτήν
- κριτήςjudgemasc acc sg (attic epic ionic)κριτόςseparatedfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κριτής — ο (AM κριτής) [κρίνω] 1. αυτός που κρίνει και αποφασίζει ή αποφαίνεται για κάτι, δικαστής, διαιτητής, τεχνοκρίτης, πραγματογνώμονας κ.λπ. (α. «οι κριτές δυσκολεύτηκαν να επιλέξουν το καλύτερο τραγούδι» β. «ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος... ὃν… … Dictionary of Greek
напрасныи — (42) пр. 1.Неожиданный, внезапный: Аште къто имать очиштенѹ д҃шѫ... и видить хѹдость своѥго ѥстьства. ѹмалени˫а же и напраснѹю съмьрть сего жити˫а. (ὠκύμορον) Изб 1076, 27 об.; аще ли тѹ въ римѣ напрасна нѹжда бѹдеть на область ити. (αἰφνίδια)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)